στερεογραφικός

στερεογραφικός
η , ό[ν] стереографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στερεογραφικός" в других словарях:

  • στερεογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεογραφία 2. φρ. «στερεογραφική προβολή» αζιμουθιακή προβολή κατά την οποία ως προβολικό κέντρο χρησιμοποιείται το αντιδιαμετρικό σημείο τού σημείου επαφής τού επιπέδου προβολής με τη γήινη σφαίρα.… …   Dictionary of Greek

  • στερεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στερεογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»